-
1 ξενηλατεω
См. также в других словарях:
ξενηλατώ — (Α ξενηλατῶ, έω) εκδιώκω τους ξένους ή απαγορεύω την είσοδό τους στη χώρα («ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῡνται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ηλατῶ (< ηλατος < ἐλαύνω), πρβλ. λε ηλατώ] … Dictionary of Greek